υπεκπηδώ

υπεκπηδώ
-άω, Α
αναπηδώ, ξεπηδώ από κάτω ή κρυφά («ὑπεκπηδᾷ μοι ποικίλα τῆς διανοίας κινήματα», Αρισταίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ἐκπηδῶ «πηδώ, αναπηδώ, τινάζομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”